- ὀβριμόπαις
- ὀβριμό-παις, παιδος, starke Kinder habend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
οβριμόπαις — ὀβριμόπαις, αιδος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει ισχυρά παιδιά («Ρείης ὀβριμόπαιδος», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄβριμος «ισχυρός, δυνατός» + παῖς] … Dictionary of Greek
παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος … Dictionary of Greek